ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Παρουσιάζονται έντυπα και ψηφιακοί δίσκοι που αφορούν την κερκυραϊκή ιστορία και πολιτισμό και γενικότερα τον ιόνιο χώρο.

16.4.11

Σπύρος Καρύδης-Παναγιώτα Τζιβάρα, Το "τενόρε της ψαλιμουδίας"


Σπύρος Καρύδης-Παναγιώτα Τζιβάρα, Το "τενόρε της ψαλιμουδίας". Το μουσικό χειρόγραφο αρ. 31 της μονής Πλατυτέρας Κέρκυρας, Αθήνα 2011, σ. 118+[2], 20Χ27 εκ., ISBN 978-960-99745-0-9.



Ανάμεσα στα χειρόγραφα του μοναστηριού της Πλατυτέρας στην Κέρκυρα, η περιγραφή των οποίων δημοσιεύτηκε πρόσφατα από τους γράφοντες, υπάρχει και ένα μικρό μουσικό χειρόγραφο με αξιόλογο περιεχόμενο. Στο χειρόγραφο περιέχονται ελληνικοί και λατινικοί ύμνοι καθώς και ευαγγελικά κείμενα που αναφέρονται στο Θείο Πάθος. Ολα τα κείμενα είναι γραμμένα στην ελληνική γλώσσα αφού ακόμα και για τους λατινικούς ύμνους έχει χρησιμοποιηθεί το ελληνικό αλφάβητο.


Πολλά από τα κείμενα που περιέχονται στο χειρόγραφο, είναι γνωστά από το Τυπικό των ακολουθιών της ορθόδοξης και της καθολικής Εκκλησίας. Υπάρχουν όμως και κείμενα τα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται στο επίσημο τυπικό των δύο εκκλησιών. Συγκεκριμένα στο χειρόγραφο περιλαμβάνονται στα ελληνικά: το γνωστό αντίφωνο Σήμερον κρεμάται επί ξύλου..., στίχοι από τα ευαγγέλια που διαβάζονται τη Μεγάλη Τρίτη και τη Μεγάλη Πέμπτη, ένα απόσπασμα από τους Θρήνους του Ιερεμία καθώς και πέντε στίχοι από τον Θρήνο της Παναγίας, τον γνωστό και ως Παρισταμένη τω σταυρώ. Λατινικοί ύμνοι αλλά με ελληνικούς χαρακτήρες είναι οι εξής: In monte Oliveti oravit..., Christus factus est..., Adoramus Te Christe... καθώς και ολόκληρος ο Ν΄ Ψαλμός: Miserere mei Deus... Τα μουσικά κομμάτια του χειρογράφου προορίζονται για τετράφωνη χορωδία, της οποίας οι φωνές δηλώνονται ως μπάσο, τενόρε, άλτο, σοβράνο. Στο χειρόγραφο καταγράφεται το μέλος της μίας φωνής, του «τενόρε». Επιπλέον, στην αρχή του χειρογράφου δίνεται η τονική βάση για την εναρμόνιση των άλλων τριών φωνών για το σύνολο των ύμνων. Σε ένα φύλλο του χειρογράφου διαπιστώθηκε η παράλληλη αναγραφή του μέλους για μπάσο και τενόρε ενώ σε ένα άλλο φύλλο αναγράφεται ο όρος falso bordone για να χαρακτηρίσει την απόδοση του ύμνου «Σήμερον κρεμάται...». Η γραφή και το ύφος της μας οδηγούν στην υπόθεση ότι το χειρόγραφο έχει γραφεί από Έλληνα. Με βάση το υδατόσημο, το χειρόγραφο χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα. Στις αρχές του 18ου αιώνα γνωρίζουμε ότι ανήκε στον κερκυραίο ψάλτη Ιωάννη Μαρκέτη και αργότερα στον δάσκαλο τής μουσικής ιερέα Θεόδωρο Κιγάλα. Το χειρόγραφο προοριζόταν για μία τελετή η οποία τελούνταν σε περιβάλλον μικτό, τόσο από γλωσσικής όσο και από θρησκευτικής πλευράς. Η τελετή αυτή δεν εντάσσεται στο τυπικό καμίας από τις δύο εκκλησίες, της ορθόδοξης και της καθολικής, και γι’ αυτό διατυπώσαμε την υπόθεση ότι πρόκειται για τελετή εκτός ναού, στην οποία μετείχαν μέλη και των δύο δογμάτων, ενδεχομένως μέλη μίας λατινικής θρησκευτικής αδελφότητας. Η προέλευση του χειρογράφου είναι ένα ακόμα desideratum της έρευνας. Η χρήση της πολυφωνίας μας οδήγησε σε υποθέσεις για επτανησιακή ή κρητική προέλευση του χειρογράφου αφού για καμία άλλη λατινοκρατούμενη περιοχή δεν έχουμε πληροφορίες για την ύπαρξη πολυφωνικής μουσικής κατά την περίοδο γραφής του χειρογράφου. Επικρατέστερη φαίνεται η υπόθεση για την κρητική προέλευση, αφού στα αστικά κέντρα της βενετοκρατούμενης Κρήτης μαρτυρείται η χρήση της πολυφωνίας τόσο σε λατινικό όσο και σε ορθόδοξο περιβάλλον, στα δε νησιά του Ιονίου το πολυφωνικό μέλος φαίνεται ότι μεταφέρθηκε από την Κρήτη, όπως άλλωστε υποδεικνύει και ο χαρακτηρισμός της επτανησιακής πολυφωνικής μουσικής ως «κρητικής» ήδη από τον 18ο αώνα. Ως επιπλέον τεκμήριο για την κρητική προέλευση του χειρογράφου προστίθεται το στιχούργημα με τον Θρήνο της Θεοτόκου, γνωστό και ως «Παρισταμένη τω σταυρώ», το οποίο δεν απαντά σε άλλες περιοχές του ελληνικού χώρου πέραν της Κρήτης. Το χειρόγραφο της Πλατυτέρας φαίνεται ότι είναι το μοναδικό σήμερα σωζόμενο χειρόγραφο που περιλαμβάνει ύμνους και των δύο εκκλησιών, γραμμένους με τη βυζαντινή σημειογραφία και προορισμένους για πολυφωνική εκτέλεση. Επιπλέον είναι ίσως το μοναδικό τεκμήριο του 17ου αιώνα για τη χρησιμοποίηση του ελληνικού αλφαβήτου στo γράψιμο λατινικών κειμένων. Για την κατανόησή του και την ερμηνεία των «παραδόξων» του χρειαζόμαστε αναμφισβήτητα και άλλα τεκμήρια, που ελπίζουμε ότι λανθάνουν σε βιβλιακές συλλογές και ότι δεν έχουν χαθεί οριστικά. Χρειαζόμαστε ακόμα την ερμηνεία των μουσικολόγων που θα μεταγράψουν τη μουσική του χειρογράφου, θα αναζητήσουν τις συγγένειες και τις επιδράσεις από την Ανατολή και τη Δύση. Στους ειδικούς λοιπόν παραδίδουμε τη σκυτάλη βέβαιοι ότι το χειρόγραφο της μονής Πλατυτέρας αποτελεί σοβαρή μαρτυρία για το είδος της μουσικής που αναπτύχθηκε στον ελληνικό χώρο στα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας.


ΔΙΑΘΕΣΗ:


Κέρκυρα: Ιερά Μονή Υπεραγίας Θεοτόκου Πλατυτέρας, 49100 Κέρκυρα - Τηλ.: 2661037379.

Σπύρος Καρύδης- Παναγιώτα Τζιβάρα: "Το τενόρε της ψαλιμουδίας"

12.4.11

ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΟΜΝΗΜΩΝ


10.4.11

Παναγιώτα Τζιβάρα-Σπύρος Καρύδης, Η Βιβλιοθήκη της μονής Πλατυτέρας Κέρκυρας. Χειρόγραφα – Έντυπα – Αρχείο






Παναγιώτα Τζιβάρα-Σπύρος Καρύδης, Η Βιβλιοθήκη της μονής Πλατυτέρας Κέρκυρας. Χειρόγραφα – Έντυπα – Αρχείο, Αθήνα 2010, σ. 548+[4], 17Χ24 εκ., ISBN 978-960-99745-1-6

Η ιστορία της μονής Πλατυτέρας ξεκινά τον 18ο αιώνα. Ο ναός της εγκαινιάστηκε τον Νοέμβριο του 1743 και γύρω από αυτόν γρήγορα οργανώθηκε η πρώτη μοναστική αδελφότητα με ηγούμενο τον ιδρυτή της ιερομόναχο Χρύσανθο Συρόπουλο. Το μοναστήρι καταστράφηκε το 1798, ανακαινίστηκε όμως γρήγορα και το καλοκαίρι του 1801 εγκαινιάστηκε από τον αρχιεπίσκοπο Ιερόθεο Τζιγάλα. Οι πατέρες και οι ηγούμενοι της μονής φρόντισαν για τον εξωραϊσμό της, για την αύξηση της ακίνητης περιουσίας της και για τη συγκρότηση της Βιβλιοθήκης της. Η σημερινή Βιβλιοθήκη είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής από τις αρχές του 19ου αιώνα έως σήμερα. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη γνωστή μοναστηριακή Βιβλιοθήκη στον κερκυραϊκό χώρο και περιλαμβάνει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον σε όγκο και περιεχόμενο έντυπο και χειρόγραφο υλικό, το οποίο εκτείνεται χρονικά από τον 15ο έως και τον 20ό αιώνα.

Στo βιβλίο καταγράφεται το περιεχόμενο της Βιβλιοθήκης της μονής. Η εργασία εντάσσεται στο πλαίσιο ευρύτερου προγράμματος καταγραφής των εκκλησιαστικών βιβλιοθηκών του κερκυραϊκού χώρου, που υλοποιείται από τους γράφοντες τα τελευταία χρόνια, και προστίθεται στους δημοσιευμένους καταλόγους των βιβλιοθηκών των μοναστηριών της Παλαιοκαστρίτσας, της Μυρτιδιώτισσας και των Αγίων Θεοδώρων.

Στὴ Βιβλιοθήκη της Πλατυτέρας υπάρχουν 91 μεταβυζαντινά χειρόγραφα και μια αξιόλογη συλλογή έντυπων βιβλίων από την οποία περιλήφθηκαν στον τυπωμένο κατάλογο 919 τίτλοι ή 1100 αντίτυπα βιβλίων, όσα δηλαδὴ τυπώθηκαν από τον 15ο έως και τον 19ο αιώνα.

Τα περισσότερα χειρόγραφα περιέχουν ακολουθίες αγίων και κείμενα υμνογραφικά. Υπάρχουν επίσης χειρόγραφα μουσικά, νομοκανονικά, μαθηματάρια, καθώς και χειρόγραφα με κείμενα της εκκλησιαστικής γραμματείας. Από αυτά τα σπουδαιότερα είναι: το χειρόγραφο αρ. 1 (του 16ου αι.) το οποίο προέρχεται από το Άγιο Όρος και περιέχει υμνογραφικά κείμενα, το χειρόγραφο αρ. 2 (του 16ου αιώνα) με έργα διαφόρων αντιρρητικών συγγραφέων, το χειρόγραφο αρ. 3 με έργα του Κορίνθιου θεολόγου και συγγραφέα Κωνσταντίνου Ρεσινού. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα κατάστιχο, με κεφαλονίτικη προέλευση στο οποίο έχουν γραφτεί τα έσοδα ζητείας που διενεργήθηκε στον 18ο αιώνα σε χωριά της Ηλείας και της Ρούμελης καθώς και σε χωριά της Κεφαλονιάς και της Κέρκυρας. Από τη συλλογή των μουσικών χειρογράφων ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει το χειρόγραφο αρ. 31 με τον τίτλο «τενορέ τῆς ψιλιμουδίας». Περιέχει ύμνους και κείμενα από την ακολουθία των Παθών στην ελληνική και στη λατινική γλώσσα, με υποδείξεις για την εκτέλεσή τους σε τετραφωνία. Είναι ένα από τα λιγοστά δείγματα πολυφωνικής μουσικής στον ορθόδοξο χώρο και το μοναδικό το οποίο περιλαμβάνει λατινικούς ύμνους σε βυζαντινή σημειογραφία.

Τα περισσότερα έντυπα βιβλία είναι του 18ου και του 19ου αιώνα, αλλά αξιόλογος είναι και ο αριθμός των παλαιότερων εκδόσεων. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στο αντίτυπο με το έργο του Hartmann Schedel «Registrum ... cronicorum» του έτους 1493, στα έργα τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, έκδοση του Άλδου του 1504, στη δίτομη ἔκδοση τῶν Παρεκβολῶν εις την Ομήρου Ιλιάδα του Ευσταθίου Θεσσαλονίκης του 1542.

Όπως σε όλες τις μοναστηριακές βιβλιοθῆκες, τα περισσότερα βιβλία είναι θεολογικά. Τα υπόλοιπα ανήκουν θεματολογικά στη φιλολογία, φιλοσοφία, ιστορία, νομικές επιστήμες, γραμματική, λεξικογραφία. Το μεγαλύτερο μέρος των λειτουργικών βιβλίων αγοράστηκε για τις ανάγκες της μονής. Μεγάλο μέρος των υπολοίπων βιβλίων φαίνεται πως προήλθε από δωρεές λαϊκών, ορθόδοξων και καθολικών ιερωμένων, καθώς και από την ενσωμάτωση των προσωπικών βιβλιοθηκών των μοναχών, μετά τον θάνατο τους.

Τέλος, στη Βιβλιοθήκη ιδιαίτερη θέση κατέχει το αρχείο με έγγραφα διοικητικά, δικογραφίες, που αφορούν στα περιουσιακά της μονής, και κατάστιχα της οικονομικής διαχείρισης. Στο αρχείο περιλαμβάνεται επίσης η προσωπική αλληλογραφία του κτήτορα της μονής ιερομονάχου Χρύσανθου Συρόπουλου καθώς και η αλληλογραφία μεταγενέστερων ηγουμένων και μοναχών.