29.7.09
2.7.09
Σωκράτης Άνθης: "Η ιστορία της τρομπέτας"
Σωκράτης Άνθης,
"Η ιστορία της τρομπέτας", Αθήνα, Φίλιππος Νάκας, 2008
ISBN: 978-960-290-650-7, σελίδες 120
Η φήμη του Σωκράτη Άνθη ως κορυφαίου ερμηνευτή τρομπέτας έχει προ πολλού ξεπεράσει τα στενά όρια της Ελλάδας και θα ήταν μάλλον κοινότυπο (αν όχι περιττό) να μιλήσει κανείς για αυτή. Ωστόσο, με το πρόσφατο βιβλίο του για την ιστορία της τρομπέτας ο Άνθης επιβεβαίωσε και συγγραφικά τη δουλειά που πραγματοποιεί εδώ και χρόνια στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου, στο οποίο υπηρετεί ως αναπληρωτής καθηγητής.
«Ποια η χρησιμότητα του συγκεκριμένου βιβλίου», θα ρωτήσουν κάποιοι. Δεν είναι, ασφαλώς, ο χώρος κατάλληλος για να επιχειρηματολογήσει κανείς σχετικά με το εάν ένα μουσικό όργανο ως ιστορικό αντικείμενο έχει να προσφέρει κάτι σε μια εποχή, κατά την οποία έχουμε εθιστεί να βιώνουμε μόνο μια χρονική διάσταση, αυτή του παρόντος: Οι συνέπειες της άγνοιας του παρελθόντος είναι φανερές και γνωστές σε όλους. Ούτε, βεβαίως, αξίζει να υπενθυμίσει κανείς την τραγική κατάσταση της ελληνόγλωσσης βιβλιογραφίας και στον τομέα τις ιστορίας των μουσικών οργάνων. Επίσης, δεν είναι πρόσφορη η στιγμή για να αναφερθεί κανείς στη μονομέρια πολλών (επί το πλείστον ερασιτεχνών, αλλά και επαγγελματιών) μουσικών, οι οποίοι αρνούνται να κατανοήσουν, ότι τα όργανα που έχουν στα χέρια τους και χρησιμοποιούν (κατά το μέτρο των δυνατοτήτων τους) δεν είναι παρά οι πολύ πρόσφατες απολήξεις μιας συχνά επίπονης και εξαιρετικά ενδιαφέρουσας πορείας, διολισθένοντας έτσι σε συχνά κραυγαλαία μουσικά και ερμηνευτικά ατοπήματα.
Την ιστορική πορεία, λοιπόν, της τρομπέτας μέσα στον χρόνο και στον χώρο περιγράφει ο Άνθης κάνοντας εκτενή χρήση εξειδικευμένης και από καιρό κοινώς παραδεδεγμένης ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας. Στο βιβλίο εξετάζεται με σύντομο και εύληπτο τρόπο η πορεία της τρομπέτας χρονικά (ξεκινώντας από τις πρώιμες μορφές του οργάνου στην αρχαιότητα και φτάνωντας στη σύγχρονη εποχή), και τοπικά (με εκτενείς αναφορές στα αντίστοιχα όργανα των Αράβων, των Αιγυπτίων ή των Ισραηλιτών, υπεβαίνοντας έτσι τον «ευρω-κεντρισμό» του οργάνου και καθιστώντας σαφές ότι η τρομπέτα, εκτός από διαχρονική, είναι και διαπολιτισμική).
Αλλά και στο πλαίσιο του νεώτερου ευρωπαϊκού χώρου η τρομπέτα εξετάζεται από τον Μεσαίωνα και τις Σταυροφορίες έως τη σύγχρονη περίοδο. Ως σημείο καμπής τίθεται, όπως είναι λογικό, η επινόηση του συστήματος των βαλβίδων στις αρχές του 19ου αιώνα και η διεύρυνση της εφαρμογής του στα «φυσικά» όργανα της οικογένειας της τρομπέτας. Ως γνωστό, η εξέλιξη αυτή, παρά την αρχική ποικιλομορφία της, προσέφερε τη δυνατότητα χρωματικού παιξίματος του οργάνου και διαμόρφωσε τελικά τη σημερινή μορφή του. Εξίσου σημαντική ήταν, άλλωστε, και η προοδευτική εφαρμογή του ίδιου συστήματος και στα υπόλοιπα χάλκινα όργανα. Πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, επιπλέον, προσφέρονται για λιγότερο γνωστές περιόδους της ιστορίας της τρομπέτας, όπως εκείνης του Μπαρόκ, όταν η απουσία των βαλβίδων είχε οδηγήσει στην άνθηση του «κλαρίνο παιξίματος», δηλαδή της αποκλειστικής χρήσης της ψηλής έκτασης του οργάνου για την απόδοση μελωδικών γραμμών. Την παρακμή της τεχνικής αυτής κατά τον 18ο αιώνα ήρθε να επισφραγίσει η εμφάνιση του γνωστού σε εμάς κλαρινέτου.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και περιεκτική είναι και η σκιαγράφηση που επιχειρεί ο συγγραφέας σχετικά με την πορεία της τρομπέτας στη Ελλάδα. Η χρήση της στην αρχαιότητα, στα χρόνια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και στα Επτάνησα, ο βενετικός και ο γερμανικός παράγοντας, η θέση της στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, οι Έλληνες δάσκαλοι και ερμηνευτές, η σημασία των μπαντών (πολιτικών και στρατιωτικών) υπογραμμίζονται και τεκμηριώνονται. Ταυτόχρονα δίνεται με τον τρόπο αυτό και μια επαρκής απάντηση στις μονομερείς προσεγγίσεις ορισμένων που θεωρούν ως κύριο μέσο εισαγωγής της τρομπέτας στον ελληνικό χώρο τις «μπάντες των αθιγγάνων»: Βολική η θεωρία αυτή για όσους συνεχίζουν να θεωρούν τον ταμπουρά, το μπουζούκι και τον τζουρά ως «εθνικά» όργανα, ωστόσο η ιστορία συνεχίζει ακόμη να γράφεται με γεγονότα, όσα ψήγματα αλήθειας και αν έχουν οι όποιες μυθοπλασίες.
Η ιστορία της τρομπέτας έρχεται, λοιπόν, να καλύψει ένα σημαντικό κενό στη γνώση μας για ένα όργανο που, τουλάχιστον στα Επτάνησα, η σχεδόν καθημερινή έμμεση ή άμεση επαφή μαζί του το έχει καταστήσει σχεδόν δεδομένο. Σε αυτή τη βεβαιότητα του δεδομένου, ωστόσο, οφείλεται η περιορισμένη κατανόηση του «βαριού φορτίου» που φέρει το συγκεκριμένο όργανο. Ασφαλώς δεν είναι το μοναδικό μιας και όλα τα μουσικά όργανα έχουν πολλές παρόμοιες ιστορίες να μας διηγηθούν για να τα γνωρίσουμε καλύτερα και ουσιαστικότερα. Οι ιστορίες αυτές είναι ειπωμένες σε μεγάλο βαθμό για όσους μπορούν να έχουν επαφή με τη διεθνή βιβλιογραφία, αλλά απομένει να γνωστοποιηθούν και στο συχνά αποξενωμένο από τη γνώση αυτή αυστηρώς ελληνόφωνο κοινό. Ας ελπίσουμε, ότι το βιβλίο του Σωκράτη Άνθη θα «σημάνει το σάλπισμα» και για άλλες παρόμοιες εκδόσεις.
Κώστας Καρδάμης
ISBN: 978-960-290-650-7, σελίδες 120
Η φήμη του Σωκράτη Άνθη ως κορυφαίου ερμηνευτή τρομπέτας έχει προ πολλού ξεπεράσει τα στενά όρια της Ελλάδας και θα ήταν μάλλον κοινότυπο (αν όχι περιττό) να μιλήσει κανείς για αυτή. Ωστόσο, με το πρόσφατο βιβλίο του για την ιστορία της τρομπέτας ο Άνθης επιβεβαίωσε και συγγραφικά τη δουλειά που πραγματοποιεί εδώ και χρόνια στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου, στο οποίο υπηρετεί ως αναπληρωτής καθηγητής.
«Ποια η χρησιμότητα του συγκεκριμένου βιβλίου», θα ρωτήσουν κάποιοι. Δεν είναι, ασφαλώς, ο χώρος κατάλληλος για να επιχειρηματολογήσει κανείς σχετικά με το εάν ένα μουσικό όργανο ως ιστορικό αντικείμενο έχει να προσφέρει κάτι σε μια εποχή, κατά την οποία έχουμε εθιστεί να βιώνουμε μόνο μια χρονική διάσταση, αυτή του παρόντος: Οι συνέπειες της άγνοιας του παρελθόντος είναι φανερές και γνωστές σε όλους. Ούτε, βεβαίως, αξίζει να υπενθυμίσει κανείς την τραγική κατάσταση της ελληνόγλωσσης βιβλιογραφίας και στον τομέα τις ιστορίας των μουσικών οργάνων. Επίσης, δεν είναι πρόσφορη η στιγμή για να αναφερθεί κανείς στη μονομέρια πολλών (επί το πλείστον ερασιτεχνών, αλλά και επαγγελματιών) μουσικών, οι οποίοι αρνούνται να κατανοήσουν, ότι τα όργανα που έχουν στα χέρια τους και χρησιμοποιούν (κατά το μέτρο των δυνατοτήτων τους) δεν είναι παρά οι πολύ πρόσφατες απολήξεις μιας συχνά επίπονης και εξαιρετικά ενδιαφέρουσας πορείας, διολισθένοντας έτσι σε συχνά κραυγαλαία μουσικά και ερμηνευτικά ατοπήματα.
Την ιστορική πορεία, λοιπόν, της τρομπέτας μέσα στον χρόνο και στον χώρο περιγράφει ο Άνθης κάνοντας εκτενή χρήση εξειδικευμένης και από καιρό κοινώς παραδεδεγμένης ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας. Στο βιβλίο εξετάζεται με σύντομο και εύληπτο τρόπο η πορεία της τρομπέτας χρονικά (ξεκινώντας από τις πρώιμες μορφές του οργάνου στην αρχαιότητα και φτάνωντας στη σύγχρονη εποχή), και τοπικά (με εκτενείς αναφορές στα αντίστοιχα όργανα των Αράβων, των Αιγυπτίων ή των Ισραηλιτών, υπεβαίνοντας έτσι τον «ευρω-κεντρισμό» του οργάνου και καθιστώντας σαφές ότι η τρομπέτα, εκτός από διαχρονική, είναι και διαπολιτισμική).
Αλλά και στο πλαίσιο του νεώτερου ευρωπαϊκού χώρου η τρομπέτα εξετάζεται από τον Μεσαίωνα και τις Σταυροφορίες έως τη σύγχρονη περίοδο. Ως σημείο καμπής τίθεται, όπως είναι λογικό, η επινόηση του συστήματος των βαλβίδων στις αρχές του 19ου αιώνα και η διεύρυνση της εφαρμογής του στα «φυσικά» όργανα της οικογένειας της τρομπέτας. Ως γνωστό, η εξέλιξη αυτή, παρά την αρχική ποικιλομορφία της, προσέφερε τη δυνατότητα χρωματικού παιξίματος του οργάνου και διαμόρφωσε τελικά τη σημερινή μορφή του. Εξίσου σημαντική ήταν, άλλωστε, και η προοδευτική εφαρμογή του ίδιου συστήματος και στα υπόλοιπα χάλκινα όργανα. Πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, επιπλέον, προσφέρονται για λιγότερο γνωστές περιόδους της ιστορίας της τρομπέτας, όπως εκείνης του Μπαρόκ, όταν η απουσία των βαλβίδων είχε οδηγήσει στην άνθηση του «κλαρίνο παιξίματος», δηλαδή της αποκλειστικής χρήσης της ψηλής έκτασης του οργάνου για την απόδοση μελωδικών γραμμών. Την παρακμή της τεχνικής αυτής κατά τον 18ο αιώνα ήρθε να επισφραγίσει η εμφάνιση του γνωστού σε εμάς κλαρινέτου.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και περιεκτική είναι και η σκιαγράφηση που επιχειρεί ο συγγραφέας σχετικά με την πορεία της τρομπέτας στη Ελλάδα. Η χρήση της στην αρχαιότητα, στα χρόνια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και στα Επτάνησα, ο βενετικός και ο γερμανικός παράγοντας, η θέση της στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, οι Έλληνες δάσκαλοι και ερμηνευτές, η σημασία των μπαντών (πολιτικών και στρατιωτικών) υπογραμμίζονται και τεκμηριώνονται. Ταυτόχρονα δίνεται με τον τρόπο αυτό και μια επαρκής απάντηση στις μονομερείς προσεγγίσεις ορισμένων που θεωρούν ως κύριο μέσο εισαγωγής της τρομπέτας στον ελληνικό χώρο τις «μπάντες των αθιγγάνων»: Βολική η θεωρία αυτή για όσους συνεχίζουν να θεωρούν τον ταμπουρά, το μπουζούκι και τον τζουρά ως «εθνικά» όργανα, ωστόσο η ιστορία συνεχίζει ακόμη να γράφεται με γεγονότα, όσα ψήγματα αλήθειας και αν έχουν οι όποιες μυθοπλασίες.
Η ιστορία της τρομπέτας έρχεται, λοιπόν, να καλύψει ένα σημαντικό κενό στη γνώση μας για ένα όργανο που, τουλάχιστον στα Επτάνησα, η σχεδόν καθημερινή έμμεση ή άμεση επαφή μαζί του το έχει καταστήσει σχεδόν δεδομένο. Σε αυτή τη βεβαιότητα του δεδομένου, ωστόσο, οφείλεται η περιορισμένη κατανόηση του «βαριού φορτίου» που φέρει το συγκεκριμένο όργανο. Ασφαλώς δεν είναι το μοναδικό μιας και όλα τα μουσικά όργανα έχουν πολλές παρόμοιες ιστορίες να μας διηγηθούν για να τα γνωρίσουμε καλύτερα και ουσιαστικότερα. Οι ιστορίες αυτές είναι ειπωμένες σε μεγάλο βαθμό για όσους μπορούν να έχουν επαφή με τη διεθνή βιβλιογραφία, αλλά απομένει να γνωστοποιηθούν και στο συχνά αποξενωμένο από τη γνώση αυτή αυστηρώς ελληνόφωνο κοινό. Ας ελπίσουμε, ότι το βιβλίο του Σωκράτη Άνθη θα «σημάνει το σάλπισμα» και για άλλες παρόμοιες εκδόσεις.
Κώστας Καρδάμης
Σωκράτης Άνθης: "Η ιστορία της τρομπέτας"
Σωκράτης Άνθης
"Η ιστορία της τρομπέτας", Αθήνα, Φίλιππος Νάκας, 2008
ISBN: 978-960-290-650-7, σελίδες 120
Η φήμη του Σωκράτη Άνθη ως κορυφαίου ερμηνευτή τρομπέτας έχει προ πολλού ξεπεράσει τα στενά όρια της Ελλάδας και θα ήταν μάλλον κοινότυπο (αν όχι περιττό) να μιλήσει κανείς για αυτή. Ωστόσο, με το πρόσφατο βιβλίο του για την ιστορία της τρομπέτας ο Άνθης επιβεβαίωσε και συγγραφικά τη δουλειά που πραγματοποιεί εδώ και χρόνια στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου, στο οποίο υπηρετεί ως αναπληρωτής καθηγητής.
«Ποια η χρησιμότητα του συγκεκριμένου βιβλίου», θα ρωτήσουν κάποιοι. Δεν είναι, ασφαλώς, ο χώρος κατάλληλος για να επιχειρηματολογήσει κανείς σχετικά με το εάν ένα μουσικό όργανο ως ιστορικό αντικείμενο έχει να προσφέρει κάτι σε μια εποχή, κατά την οποία έχουμε εθιστεί να βιώνουμε μόνο μια χρονική διάσταση, αυτή του παρόντος: Οι συνέπειες της άγνοιας του παρελθόντος είναι φανερές και γνωστές σε όλους. Ούτε, βεβαίως, αξίζει να υπενθυμίσει κανείς την τραγική κατάσταση της ελληνόγλωσσης βιβλιογραφίας και στον τομέα τις ιστορίας των μουσικών οργάνων. Επίσης, δεν είναι πρόσφορη η στιγμή για να αναφερθεί κανείς στη μονομέρια πολλών (επί το πλείστον ερασιτεχνών, αλλά και επαγγελματιών) μουσικών, οι οποίοι αρνούνται να κατανοήσουν, ότι τα όργανα που έχουν στα χέρια τους και χρησιμοποιούν (κατά το μέτρο των δυνατοτήτων τους) δεν είναι παρά οι πολύ πρόσφατες απολήξεις μιας συχνά επίπονης και εξαιρετικά ενδιαφέρουσας πορείας, διολισθένοντας έτσι σε συχνά κραυγαλαία μουσικά και ερμηνευτικά ατοπήματα.
Την ιστορική πορεία, λοιπόν, της τρομπέτας μέσα στον χρόνο και στον χώρο περιγράφει ο Άνθης κάνοντας εκτενή χρήση εξειδικευμένης και από καιρό κοινώς παραδεδεγμένης ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας. Στο βιβλίο εξετάζεται με σύντομο και εύληπτο τρόπο η πορεία της τρομπέτας χρονικά (ξεκινώντας από τις πρώιμες μορφές του οργάνου στην αρχαιότητα και φτάνωντας στη σύγχρονη εποχή), και τοπικά (με εκτενείς αναφορές στα αντίστοιχα όργανα των Αράβων, των Αιγυπτίων ή των Ισραηλιτών, υπεβαίνοντας έτσι τον «ευρω-κεντρισμό» του οργάνου και καθιστώντας σαφές ότι η τρομπέτα, εκτός από διαχρονική, είναι και διαπολιτισμική).
Αλλά και στο πλαίσιο του νεώτερου ευρωπαϊκού χώρου η τρομπέτα εξετάζεται από τον Μεσαίωνα και τις Σταυροφορίες έως τη σύγχρονη περίοδο. Ως σημείο καμπής τίθεται, όπως είναι λογικό, η επινόηση του συστήματος των βαλβίδων στις αρχές του 19ου αιώνα και η διεύρυνση της εφαρμογής του στα «φυσικά» όργανα της οικογένειας της τρομπέτας. Ως γνωστό, η εξέλιξη αυτή, παρά την αρχική ποικιλομορφία της, προσέφερε τη δυνατότητα χρωματικού παιξίματος του οργάνου και διαμόρφωσε τελικά τη σημερινή μορφή του. Εξίσου σημαντική ήταν, άλλωστε, και η προοδευτική εφαρμογή του ίδιου συστήματος και στα υπόλοιπα χάλκινα όργανα. Πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, επιπλέον, προσφέρονται για λιγότερο γνωστές περιόδους της ιστορίας της τρομπέτας, όπως εκείνης του Μπαρόκ, όταν η απουσία των βαλβίδων είχε οδηγήσει στην άνθηση του «κλαρίνο παιξίματος», δηλαδή της αποκλειστικής χρήσης της ψηλής έκτασης του οργάνου για την απόδοση μελωδικών γραμμών. Την παρακμή της τεχνικής αυτής κατά τον 18ο αιώνα ήρθε να επισφραγίσει η εμφάνιση του γνωστού σε εμάς κλαρινέτου.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και περιεκτική είναι και η σκιαγράφηση που επιχειρεί ο συγγραφέας σχετικά με την πορεία της τρομπέτας στη Ελλάδα. Η χρήση της στην αρχαιότητα, στα χρόνια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και στα Επτάνησα, ο βενετικός και ο γερμανικός παράγοντας, η θέση της στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, οι Έλληνες δάσκαλοι και ερμηνευτές, η σημασία των μπαντών (πολιτικών και στρατιωτικών) υπογραμμίζονται και τεκμηριώνονται. Ταυτόχρονα δίνεται με τον τρόπο αυτό και μια επαρκής απάντηση στις μονομερείς προσεγγίσεις ορισμένων που θεωρούν ως κύριο μέσο εισαγωγής της τρομπέτας στον ελληνικό χώρο τις «μπάντες των αθιγγάνων»: Βολική η θεωρία αυτή για όσους συνεχίζουν να θεωρούν τον ταμπουρά, το μπουζούκι και τον τζουρά ως «εθνικά» όργανα, ωστόσο η ιστορία συνεχίζει ακόμη να γράφεται με γεγονότα, όσα ψήγματα αλήθειας και αν έχουν οι όποιες μυθοπλασίες.
Η ιστορία της τρομπέτας έρχεται, λοιπόν, να καλύψει ένα σημαντικό κενό στη γνώση μας για ένα όργανο που, τουλάχιστον στα Επτάνησα, η σχεδόν καθημερινή έμμεση ή άμεση επαφή μαζί του το έχει καταστήσει σχεδόν δεδομένο. Σε αυτή τη βεβαιότητα του δεδομένου, ωστόσο, οφείλεται η περιορισμένη κατανόηση του «βαριού φορτίου» που φέρει το συγκεκριμένο όργανο. Ασφαλώς δεν είναι το μοναδικό μιας και όλα τα μουσικά όργανα έχουν πολλές παρόμοιες ιστορίες να μας διηγηθούν για να τα γνωρίσουμε καλύτερα και ουσιαστικότερα. Οι ιστορίες αυτές είναι ειπωμένες σε μεγάλο βαθμό για όσους μπορούν να έχουν επαφή με τη διεθνή βιβλιογραφία, αλλά απομένει να γνωστοποιηθούν και στο συχνά αποξενωμένο από τη γνώση αυτή αυστηρώς ελληνόφωνο κοινό. Ας ελπίσουμε, ότι το βιβλίο του Σωκράτη Άνθη θα «σημάνει το σάλπισμα» και για άλλες παρόμοιες εκδόσεις.
Κώστας Καρδάμης
ISBN: 978-960-290-650-7, σελίδες 120
Η φήμη του Σωκράτη Άνθη ως κορυφαίου ερμηνευτή τρομπέτας έχει προ πολλού ξεπεράσει τα στενά όρια της Ελλάδας και θα ήταν μάλλον κοινότυπο (αν όχι περιττό) να μιλήσει κανείς για αυτή. Ωστόσο, με το πρόσφατο βιβλίο του για την ιστορία της τρομπέτας ο Άνθης επιβεβαίωσε και συγγραφικά τη δουλειά που πραγματοποιεί εδώ και χρόνια στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου, στο οποίο υπηρετεί ως αναπληρωτής καθηγητής.
«Ποια η χρησιμότητα του συγκεκριμένου βιβλίου», θα ρωτήσουν κάποιοι. Δεν είναι, ασφαλώς, ο χώρος κατάλληλος για να επιχειρηματολογήσει κανείς σχετικά με το εάν ένα μουσικό όργανο ως ιστορικό αντικείμενο έχει να προσφέρει κάτι σε μια εποχή, κατά την οποία έχουμε εθιστεί να βιώνουμε μόνο μια χρονική διάσταση, αυτή του παρόντος: Οι συνέπειες της άγνοιας του παρελθόντος είναι φανερές και γνωστές σε όλους. Ούτε, βεβαίως, αξίζει να υπενθυμίσει κανείς την τραγική κατάσταση της ελληνόγλωσσης βιβλιογραφίας και στον τομέα τις ιστορίας των μουσικών οργάνων. Επίσης, δεν είναι πρόσφορη η στιγμή για να αναφερθεί κανείς στη μονομέρια πολλών (επί το πλείστον ερασιτεχνών, αλλά και επαγγελματιών) μουσικών, οι οποίοι αρνούνται να κατανοήσουν, ότι τα όργανα που έχουν στα χέρια τους και χρησιμοποιούν (κατά το μέτρο των δυνατοτήτων τους) δεν είναι παρά οι πολύ πρόσφατες απολήξεις μιας συχνά επίπονης και εξαιρετικά ενδιαφέρουσας πορείας, διολισθένοντας έτσι σε συχνά κραυγαλαία μουσικά και ερμηνευτικά ατοπήματα.
Την ιστορική πορεία, λοιπόν, της τρομπέτας μέσα στον χρόνο και στον χώρο περιγράφει ο Άνθης κάνοντας εκτενή χρήση εξειδικευμένης και από καιρό κοινώς παραδεδεγμένης ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας. Στο βιβλίο εξετάζεται με σύντομο και εύληπτο τρόπο η πορεία της τρομπέτας χρονικά (ξεκινώντας από τις πρώιμες μορφές του οργάνου στην αρχαιότητα και φτάνωντας στη σύγχρονη εποχή), και τοπικά (με εκτενείς αναφορές στα αντίστοιχα όργανα των Αράβων, των Αιγυπτίων ή των Ισραηλιτών, υπεβαίνοντας έτσι τον «ευρω-κεντρισμό» του οργάνου και καθιστώντας σαφές ότι η τρομπέτα, εκτός από διαχρονική, είναι και διαπολιτισμική).
Αλλά και στο πλαίσιο του νεώτερου ευρωπαϊκού χώρου η τρομπέτα εξετάζεται από τον Μεσαίωνα και τις Σταυροφορίες έως τη σύγχρονη περίοδο. Ως σημείο καμπής τίθεται, όπως είναι λογικό, η επινόηση του συστήματος των βαλβίδων στις αρχές του 19ου αιώνα και η διεύρυνση της εφαρμογής του στα «φυσικά» όργανα της οικογένειας της τρομπέτας. Ως γνωστό, η εξέλιξη αυτή, παρά την αρχική ποικιλομορφία της, προσέφερε τη δυνατότητα χρωματικού παιξίματος του οργάνου και διαμόρφωσε τελικά τη σημερινή μορφή του. Εξίσου σημαντική ήταν, άλλωστε, και η προοδευτική εφαρμογή του ίδιου συστήματος και στα υπόλοιπα χάλκινα όργανα. Πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, επιπλέον, προσφέρονται για λιγότερο γνωστές περιόδους της ιστορίας της τρομπέτας, όπως εκείνης του Μπαρόκ, όταν η απουσία των βαλβίδων είχε οδηγήσει στην άνθηση του «κλαρίνο παιξίματος», δηλαδή της αποκλειστικής χρήσης της ψηλής έκτασης του οργάνου για την απόδοση μελωδικών γραμμών. Την παρακμή της τεχνικής αυτής κατά τον 18ο αιώνα ήρθε να επισφραγίσει η εμφάνιση του γνωστού σε εμάς κλαρινέτου.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και περιεκτική είναι και η σκιαγράφηση που επιχειρεί ο συγγραφέας σχετικά με την πορεία της τρομπέτας στη Ελλάδα. Η χρήση της στην αρχαιότητα, στα χρόνια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και στα Επτάνησα, ο βενετικός και ο γερμανικός παράγοντας, η θέση της στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, οι Έλληνες δάσκαλοι και ερμηνευτές, η σημασία των μπαντών (πολιτικών και στρατιωτικών) υπογραμμίζονται και τεκμηριώνονται. Ταυτόχρονα δίνεται με τον τρόπο αυτό και μια επαρκής απάντηση στις μονομερείς προσεγγίσεις ορισμένων που θεωρούν ως κύριο μέσο εισαγωγής της τρομπέτας στον ελληνικό χώρο τις «μπάντες των αθιγγάνων»: Βολική η θεωρία αυτή για όσους συνεχίζουν να θεωρούν τον ταμπουρά, το μπουζούκι και τον τζουρά ως «εθνικά» όργανα, ωστόσο η ιστορία συνεχίζει ακόμη να γράφεται με γεγονότα, όσα ψήγματα αλήθειας και αν έχουν οι όποιες μυθοπλασίες.
Η ιστορία της τρομπέτας έρχεται, λοιπόν, να καλύψει ένα σημαντικό κενό στη γνώση μας για ένα όργανο που, τουλάχιστον στα Επτάνησα, η σχεδόν καθημερινή έμμεση ή άμεση επαφή μαζί του το έχει καταστήσει σχεδόν δεδομένο. Σε αυτή τη βεβαιότητα του δεδομένου, ωστόσο, οφείλεται η περιορισμένη κατανόηση του «βαριού φορτίου» που φέρει το συγκεκριμένο όργανο. Ασφαλώς δεν είναι το μοναδικό μιας και όλα τα μουσικά όργανα έχουν πολλές παρόμοιες ιστορίες να μας διηγηθούν για να τα γνωρίσουμε καλύτερα και ουσιαστικότερα. Οι ιστορίες αυτές είναι ειπωμένες σε μεγάλο βαθμό για όσους μπορούν να έχουν επαφή με τη διεθνή βιβλιογραφία, αλλά απομένει να γνωστοποιηθούν και στο συχνά αποξενωμένο από τη γνώση αυτή αυστηρώς ελληνόφωνο κοινό. Ας ελπίσουμε, ότι το βιβλίο του Σωκράτη Άνθη θα «σημάνει το σάλπισμα» και για άλλες παρόμοιες εκδόσεις.
Κώστας Καρδάμης